ἐφετμέων

ἐφετμέων
ἐφετμή
command
fem gen pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εφετμή — ἐφετμή, ἡ (Α) (ποιητ. λ.) 1. παραγγελία, εντολή, προσταγή («θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή», Ομ. Ιλ.) 2. (συχνά στον πληθ.) αἱ ἐφετμαί α) (κυρίως από θεούς ή γονείς) διατάγματα, παραγγελίες, εντολές β) συνεκδ. παρακλήσεις («Θέτις δ οὐ λήθετ ἐφετμέων παιδὸς… …   Dictionary of Greek

  • όγε, ήγε, τόγε — / ὅγε, ἥγε, τόγε (Α) (η δεικτική αντωνυμία ὁ, ἡ, τό που γίνεται πιο εμφαντική με την προσθήκη τού μορίου γε και χρησιμοποιείται κυρίως για να δειχθεί και να δηλωθεί ένα πρόσωπο με πιο εκφραστικό και οριστικό τρόπο και να διακριθεί από άλλα) 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”